Μαθητές και εκπαιδευτικοί γίνονται μάρτυρες καθημερινά εκδήλωσης μορφών βίαιης συμπεριφοράς μέσα στο σχολείο, αλλά και εκτός αυτού. Η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται από την πλευρά των μαθητών με θύματα τους συμμαθητές τους, τους εκπαιδευτικούς ή την σχολική περιουσία. Επομένως, πλάι σ’ αυτές τις μορφές βίαιης συμπεριφοράς, παρατηρούνται και ανάλογες συμπεριφορές που εκδηλώνονται κάτω από ορισμένες συνθήκες από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς1.
Ζούμε σε μια κοινωνία που αλλάζει συνεχώς μια κοινωνία που φημίζεται για τη δυνατότητα γρήγορης προσαρμογής της σε ξένα πρότυπα. Επιπρόσθετα στον τόπο μας είναι πλέον συνηθισμένο φαινόμενο να κινητοποιούμαστε μόνον όταν οι καταστάσεις φτάσουν στο απροχώρητο, θα ήταν καλό τα σχολεία μας να ενδιαφέρονται και να ασχολούνται πιο συστηματικά με τα φαινόμενα βίας. Με αυτό τον τρόπο οι εκπαιδευτικοί θα μπορέσουν να είναι επαρκώς ενημερωμένοι, να ενεργήσουν σωστά την κατάλληλη στιγμή ως προς την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση της επιθετικότητας.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι το σχολείο από μόνο του δεν μπορεί να αλλάξει ένα βίαιο επιθετικό άτομο, ούτε να αλλάξει μια βίαιη κοινωνία. Οι λόγοι και οι παράγοντες που προκαλούν έκρυθμες καταστάσεις στη σχολική ζωή και την οδηγούν σε αποδιοργάνωση τόσο την ίδια όσο και τα άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτή δεν εντοπίζονται απλά σε ατομικά χαρακτηριστικά και αιτίες, αλλά είναι μέρος του κοινωνικού περίγυρου στον οποίο εμφανίζονται2. Κατά συνέπεια, είναι δυνατό με την κατάλληλη παρέμβαση στο σύστημα του σχολείου, τα περιστατικά να περιοριστούν. Επίσης, υπάρχουν συμπεριφορές, δεξιότητες και γνώσεις με βάση τις οποίες το άτομο μπορεί όταν εμπλέκεται σε μια διαπροσωπική ή ομαδική σύγκρουση, να επιλέγει εναλλακτικές, εποικοδομητικές και όχι καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Οι εναλλακτικές αυτές μορφές συμπεριφοράς αντιστοιχούν στην κοινωνικοποίηση του ατόμου, στην προετοιμασία του για αποτελεσματική ένταξη στην κοινωνία των ενηλίκων και αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων1.
Ακολούθως, τελευταία όλο και πιο συχνά τα ΜΜΕ προβάλλουν περιστατικά βίας στα σχολεία της Κύπρου. Όταν τα προβλήματα αυτά είναι έντονα, οι περισσότεροι μαθητές περνούν την σχολική μέρα με φόβο και συναισθήματα ανασφάλειας για τον εαυτό τους, παραμένουν μέσα στην τάξη ή αποφεύγουν το παιχνίδι, για να μη γίνουν οι ίδιοι θύμα ή καταφεύγουν σε απουσίες.
Στη συνέχεια, όλα τα παιδιά δεν είναι ίδια, κάθε παιδί έχει την δική του προσωπικότητα ή χαρακτηριστικό τρόπο αντιμετώπισης για την επίλυση των συγκρούσεων.
Γενικά, είναι δυνατό να διακρίνουμε τις εξής τρόπους αντιμετώπισης κατά της εμφάνισης μορφών επιθετικότητας1:
- Τιμωρητική στάση
- Διδακτική στάση
- Στάση παραγνώρισης
- Στάση συμβιβασμού
- Στάση επίλυσης προβλήματος
Η επιλογή του κατάλληλου τρόπου αντιμετώπισης είναι σημαντικός παιδαγωγικός παράγοντας, που παραδειγματίζει τους μαθητές και οδηγεί στην αποτελεσματική θετική επίλυση και στο καλό σχολικό κλίμα.
Στην συνέχεια, ένα σημαντικό βήμα για την πρόληψη της επιθετικότητας στα σχολεία είναι η ευαισθητοποίηση σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου και τα φαινόμενα που προειδοποιούν ότι υπάρχει κίνδυνος να εκδηλωθούν αυτές οι μορφές2. Μερικοί από τους κυριότερους παράγοντες που προειδοποιούν για την επερχόμενη εκδήλωση βίας είναι οι εξής:
- κοινωνική απομόνωση, που συχνά προκαλείται από συναισθήματα θλίψης, απόρριψης, χαμηλής αυτοεκτίμησης, έλλειψης αυτοπεποίθησης, αδυναμία να έχει φίλους,
- απόρριψη από συνομήλικους ,
- σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση στο σπίτι, στο σχολείο ή αλλού,
- χαμηλό ενδιαφέρον για το σχολείο και μειωμένη επίδοση στα μαθήματα, απότομη ή πρώιμη σχολική αποτυχία,
- ιστορικό προβλημάτων πειθαρχίας στο σπίτι και στο σχολείο.
Οι συμπεριφορές και οι παράγοντες κινδύνου εντοπίζονται σε τρία επίπεδα: α) στο επίπεδο του μαθητή, β) στο επίπεδο της οικογένειας (οικογενειακές συγκρούσεις, οικονομικά προβλήματα και προβλήματα επιβίωσης στην οικογένεια) και γ) στο επίπεδο του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος του παιδιού ή του σχολείου. Επίσης, είναι σημαντικό να ανησυχούμε για ένα παιδί, δεν είναι όμως σωστό να αντιδρούμε υπερβολικά και να καταλήγουμε σε βεβιασμένα συμπεράσματα.
Τί κάνουμε όταν ένας μαθητής βρίσκετε σε κίνδυνο1:
- Δεν αντιδρούμε με επιθετικότητα.
- Παρατηρούμε αν το πρόβλημα εμφανίζεται με πολλαπλές μορφές.
- Εξετάζουμε τη συμπεριφορά σε σχέση με άλλους παράγοντες.
- Ζητούμε την βοήθεια σχολικού ψυχολόγου, ειδικού δασκάλου ή άλλου ειδικού.
- Αν εκτιμηθεί ότι το πρόβλημα είναι σοβαρό:
- Ενημερώνονται με εχεμύθεια οι γονείς και ζητούμε την συνεργασία τους, αν χρειάζονται παρεμβάσεις που αφορούν το παιδί.
Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η κατανόηση και η έγκαιρη επισήμανση συμπεριφοράς που προειδοποιούν για ενδεχόμενο κίνδυνο ή κλιμάκωση είναι ένα ουσιαστικό βήμα. Αλλά το ζητούμενο και αυτό που αποσκοπεί στο θετικό χειρισμό των συγκρούσεων, είναι η ανάπτυξη ατομικών δεξιοτήτων στους μαθητές και το προσωπικό καθώς επίσης και αλλαγές στο σύστημα του σχολείου.
Oι Catalano και Hawkins περιγράφουν τρεις προστατευτικές διαδικασίες που είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη ισχυρών δεσμών1.
Αυτές είναι:
- ευκαιρίες για δραστηριοποίηση,
- ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων και
- αναγνώριση, δηλαδή θετική εκτίμηση από τον περίγυρο για κάθε επιτυχία.
Για το παιδί είναι πολύ σημαντικό να περιβάλλεται από άτομα που ενδιαφέρονται γι’ αυτό.
Συγκεφαλαιώνοντας καθίσταται φανερό ότι για την μείωση της επιθετικότητας στα σχολεία, είναι σημαντική και η αναμόρφωση του σχολικού κλίματος. Αυτή η αλλαγή δεν θα αποβλέπει απλά σε μια αποτρεπτικού χαρακτήρα παρέμβαση, κάθε φορά που έχουμε να αντιμετωπίζουμε έκρυθμες καταστάσεις, αλλά θα επιχειρεί να διαμορφώσει την σχολική ζωή. Με αυτό τον τρόπο θα απομακρύνονται έμμεσα οι αιτίες που θεωρείται ότι παράγουν την επιθετικότητα. Ακόμη μια άλλη σημαντική αλλαγή είναι, η διευθέτηση του σχολικού χώρου, καθώς επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά και τα κίνητρα επιτυχίας στα μαθήματα. Με βάση αποτελέσματα ερευνών, το σχολικό περιβάλλον πρέπει να δημιουργεί ασφάλεια και αίσθημα φροντίδας στους μαθητές. Επιπρόσθετα, ο επαναπροσδιορισμός των διαπροσωπικών σχέσεων για την αντιμετώπιση προβληματικών καταστάσεων στο σχολείο δεν είναι υπόθεση ενός ατόμου. Χρειάζεται συστηματική και δημιουργική συνεργασία όλων δασκάλων του σχολείου, για να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα. Συχνές συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων βοηθούν στην καλύτερη εκτίμηση των γεγονότων και τη σωστή αντιμετώπιση τους. Αναμφίβολα, ως οργανωμένοι γονείς ζητάμε την καλύτερη ενημέρωση των γονιών, των εκπαιδευτικών και των παιδιών κάθε χρόνο από εκπαιδευτικούς ψυχολόγους και επίσης ζητάμε την βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού να στηρίξει την πρόταση μας. Τέλος, σχετικά με το κλίμα της διδασκαλίας και γενικότερα της σχολικής ζωής, θα πρέπει να επικρατεί δημιουργικότητα, ευρηματικότητα, πνεύμα συνεργασίας, ενεργός συμμετοχή και καλλιέργεια όλων των ικανοτήτων καθενός μαθητή. Το μάθημα σε γενικές γραμμές θα πρέπει να προκαλεί χαρά, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαθητών, στους προβληματισμούς και στα ενδιαφέροντα τους, να λειτουργεί ως συμπαραστάτης στην προσπάθεια καθενός να προσεγγίζει δημιουργικά τον κόσμο που τον περιβάλλει και τον προβληματίζει.
Βιβλιογραφία:
- Χηνάς Π. Χρυσαφίδης (2000), Επιθετικότητα στο σχολείο – προτάσεις για πρόληψη και αντιμετώπιση
- Ανθολόγιον, Η παιδική επιθετικότητα στο σχολείο και οι γονείς
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΩΝ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ – 2019